- αλεύκαντος
- αλεύκαντος, -η, -ο και αλεύκαστος, -η, -οαυτός που δε λευκάνθηκε, δεν άσπρισε: Τα σεντόνια στέκονταν ακόμη αλεύκαστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλεύκαντος — η, ο (Α ἀλεύκαντος, ον) [λευκαίνω] αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν άσπρισε … Dictionary of Greek
άλευκος — η, ο 1. ο μη λευκός 2. ο αλεύκαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λευκός] … Dictionary of Greek
αλεύκαστος — η, ο ο αλεύκαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + επίθ. λευκαστός < λευκάζω] … Dictionary of Greek